- εξομολογούμενος
- εξομολογούμενος οисповедующийся христианин
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
ἐξομολογούμενος — ἐξομολογέομαι confess pres part mp masc nom sg (attic epic doric) ἐξομολογέομαι confess pres part mp masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)